- δαυλός
- (I)δαυλός και δαῡλος, -ον (Α)1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα»)2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» — σκοτεινές μηχανορραφίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns-u-lo- (πρβλ. λατ. densus, ελλ. δασύς, αν ληφθεί ως ένσιγμος σχηματισμός) < *dns- συνεσταλμένη βαθμίδα της IE *dens- «δασύς», με παρέκταση σε -u- + (επίθημα) -lo- (πρβλ. ψι-λός). Κατ' άλλους, πρόκειται για σύνθετη λ. από δα-* και ύλη (πρβλ. δάσκιος)].————————(II)ο (Μ δαυλός)1. επίμηκες αναμμένο ή μισοκαμένο ξύλο2. ξύλο που προορίζεται για κάψιμονεοελλ.1. η νόσος των φυτών δαυλίτης2. το αίτιο, το έναυσμα («δαυλός της διχόνοιας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δαλός «κομμάτι φλεγόμενου ξύλου»].
Dictionary of Greek. 2013.